- ελάχιστος
- -η, -ο (AM ἐλάχιστος, -η, -ον)1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ' όλους, ο πιο ασήμαντος3. (σε ευχές και προσευχές τής χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον τού θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο αμαρτωλός4. φρ. το ελάχιστο(-ν) ή τουλάχιστονα) στο κατώτερο δυνατό σημείο, στη μικρότερη δυνατή έκτασηβ) (ως μόριο συγκαταβατικό) καν, ούτε καν («δεν ήρθε να μάς χαιρετήσει τουλάχιστον)νεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο ελάχιστοςλεπιδόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελαχιστιδών2. το θηλ. ως ουσ. η ελαχίστηγένος φαιοφυκοφύτων3. το ουδ. ως ουσ. το ελάχιστοη μικρότερη δυνατή ποσότητα ή το μικρότερο δυνατό μέγεθος.
Dictionary of Greek. 2013.